προσιππεύω
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ride up to, charge, Th.2.79; τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, etc., Plu.Pyrrh.16, Mar.25, etc.
German (Pape)
[Seite 766] hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, ἱππεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ιππεύω te paard aan komen rijden (naar), met dat.: τῷ ποταμῷ naar de rivier Plut. Pyrrh. 16.6.
Russian (Dvoretsky)
προσιππεύω: подъезжать верхом, aor. прискакать (τινί Plut.): οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным.
Greek Monolingual
Α ἱππεύω
τρέχω έφιππος εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο.
Greek Monotonic
προσιππεύω: μέλ. -σω, ιππεύω εναντίον, εφορμώ, κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσιππεύω: ἱππεύω πρός..., ἐπιπίπτω, κάμνω ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.