κολαπτήρ
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, chisel, IG11(2).199A86 (Delos, iii B.C.), 7.3073.132 (Lebad.), Plu.2.350d, Luc.Somn.13.
German (Pape)
[Seite 1472] ῆρος, ὁ, Meißel zum Eingraben in Stein; Luc. Somn. 13; Ath. XI, 488 c u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
ciseau pour entailler la pierre.
Étymologie: κολάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαπτήρ -ῆρος, ὁ [κολάπτω] beitel.
Russian (Dvoretsky)
κολαπτήρ: ῆρος ὁ резец, долото Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κολαπτήρ: ῆρος, ὁ, γλυφίς, γλύφανον, Λουκ. Ἐνύπν. 13, Πλούτ. 2. 350D.
Greek Monotonic
κολαπτήρ: -ῆρος, ὁ, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.