ψυχροβαφής

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχροβᾰφής Medium diacritics: ψυχροβαφής Low diacritics: ψυχροβαφής Capitals: ΨΥΧΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: psychrobaphḗs Transliteration B: psychrobaphēs Transliteration C: psychrovafis Beta Code: yuxrobafh/s

English (LSJ)

ές, A dipped in cold water, Luc.Lex.5. II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.

German (Pape)

[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plongé dans l'eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.

Russian (Dvoretsky)

ψυχροβᾰφής: погруженный в холодную воду (τὸ κάρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό
αρχ.
1. βουτηγμένος σε κρύο νερό
2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].