Δρυάς
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
Δρυάδος, ἡ, (δρῦς)
A a Dryad, nymph whose life was bound up with that of her tree, Plu.Caes.9.
II a snake, Androm. ap. Gal. 14.33.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
Dríade, frec. en plu. Dríades ninfas de los árboles, Plu.Caes.9, 2.757e, Paus.8.4.2, 39.2, Longus 2.39.3, 3.23.1, Opp.C.1.78, Nonn.D.3.70, AP 6.176.2 (Macedon.), 9.823.1 (Pl.Iun.)
•fig. árbol οὐδὲν τῆς ... γῆς εἰς τὸν αὐτῆς ὄγκον τῆς δρυάδος καταναλίσκουσιν Meth.Res.2.9 (p.347).
German (Pape)
[Seite 668] άδος, ἡ, Baumnymphe, s. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
Dryade, nymphe dont la vie était liée à celle d'un arbre.
Étymologie: δρῦς.
Russian (Dvoretsky)
Δρυάς: άδος ἡ (тж. Δ. νύμφη) дриада (древесная, т. е. лесная нимфа) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Δρυάς: -άδος, ἡ, (δρῦς) νύμφη, ἧς ἡ ζωὴ συνεδέετο πρὸς τὴν τοῦ δένδρου, οὐ προστάτις ἦτο, Πλούτ. Καίσ. 9., 2. 711Ε· πρβλ. Ἁμαδρυάς.
Greek Monotonic
Δρυάς: -άδος, ἡ (δρῦς), Δρυάδα, νύμφη της οποίας η ζωή ήταν συνδεδεμένη με το δέντρο που προστάτευε, σε Πλούτ.· πρβλ. Ἁμαδρυάς.
Middle Liddell
Δρυάς, άδος, n δρῦς
a Dryad, nymph whose life was bound up with that of her tree, Plut.; cf. Ἁμαδρυάς.