Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰσχυντηρός

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηρός Medium diacritics: αἰσχυντηρός Low diacritics: αισχυντηρός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡΟΣ
Transliteration A: aischyntērós Transliteration B: aischyntēros Transliteration C: aischyntiros Beta Code: ai)sxunthro/s

English (LSJ)

ά, όν, = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg.487b.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

= αἰσχυντηλός, Plat.]

German (Pape)

αἰσχυντηλός, Plat. Gorg. 487b im Kompar.