βαρυπένθητος
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ον, mourning heavily, AP7.743 (Antip.).
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπένθητος) -ον
que llora o se lamenta profundamente κόραι AP 7.743 (Antip.Sid.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément affligé.
Étymologie: βαρύς, πενθέω.
Russian (Dvoretsky)
βαρυπένθητος: глубоко опечаленный тяжело скорбящий (κόραι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠπένθητος: -ον, ὁ βαρέως, ὑπερβαλλόντως πενθῶν, Ἀνθ.II. 7. 743.
Greek Monolingual
βαρυπένθητος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος.
Greek Monotonic
βᾰρῠπένθητος: -ον (πενθέω), αυτός που πενθεί βαριά, υπερβολικά, σε Ανθ.