διψαλέος

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διψᾰλέος Medium diacritics: διψαλέος Low diacritics: διψαλέος Capitals: ΔΙΨΑΛΕΟΣ
Transliteration A: dipsaléos Transliteration B: dipsaleos Transliteration C: dipsaleos Beta Code: diyale/os

English (LSJ)

α, ον, A thirsty, μῦς Batr.9; ἀνήρ Call. Jov.27, cf. AP9.128; ἐπιθυμία Ph.1.116; δ. θρυαλλίδιον wanting oil, Luc. Tim.14; ὀδύνη δ. the pain of thirst, Id.Dips.6; ὄργανα δ. subject to thirst, Aret.SA2.4. 2 dry, parched, ἀήρ A. R.4.678, Nonn.D. 22.260, al. II thirst-provoking, χοῖρος AP9.487 (Pall.).

Spanish (DGE)

(διψᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): poét. fem. -έη Call.Del.130, epigr. en Luc.Dips.6, Nonn.D.22.260, 42.292
I 1de pers., anim. o sus partes sediento μῦς Batr.9, ἀνήρ Call.Iou.27, cf. AP 15.28 (Anastasius Traulus), de enfermos, Aret.SA 2.6, 7, θήρ AP 9.128, ὄργανα Aret.SA 2.4.
2 de cosas seco ἀήρ A.R.4.678, λυχνίδιον ... δ. lamparilla seca de aceite, Luc.Tim.14, γαῖα Nonn.ll.cc.
tórrido Κύων de la canícula, Euph.Epigr.193f.5v.G.
II sent. act.
1 que produce sed χοῖροι AP 9.487 (Pall.), ὀδύνη epigr. en Luc.l.c., hipérb. δεῖπνα ... ὑπολιμώδη ... καὶ διψαλέα de los banquetes homéricos, Plu.2.643d.
2 que deseca διψαλέην ἄμπωτιν ἔχων el río Peneo, Call.l.c.
3 fig. ardiente ἐπιθυμία ... δ. ἀεί Ph.1.116.

German (Pape)

[Seite 647] durstig; Batrach. 9; χοῖρος Pallad. 23 (IX, 487) u. a. Sp.; ὀδύνη, Schmerz von heftigem Durste, p. bei Luc. Dips. 6; übertr., trocken; θρυαλλίδιον Luc. Tim. 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a soif, altéré ; διψαλέον θρυαλλίδιον LUC lampe qui manque d'huile ; διψαλέα ὀδύνη LUC souffrance que cause la soif.
Étymologie: δίψα.

Russian (Dvoretsky)

διψᾰλέος:
1 томимый жаждой (μῦς Batr.; χοῖρος Anth.);
2 томящий жаждой: διψαλέη ὀδύνη Luc. мучительная жажда;
3 не утоляющий жажды (δεῖπνα Plut.);
4 сухой, высохший (θρυαλλίδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. θρυαλλίδιον, ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ πόνος ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― ξηρός, κατάξηρος, ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM διψαλέος)
1. αυτός που έχει μεγάλη δίψα, καταδιψασμένος
2. (για έδαφος) στεγνός, ξερός
αρχ.
αυτός που προκαλεί δίψα.

Greek Monotonic

διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, διψασμένος, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

adj = δίψιος
thirsty, Batr.