εἵαται
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι. II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106. 2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.
Russian (Dvoretsky)
εἵᾰται: = ἕαται.
Greek (Liddell-Scott)
εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Greek Monotonic
εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.
German (Pape)
ep. für ἧνται.