θαλασσαῖος

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσαῖος Medium diacritics: θαλασσαῖος Low diacritics: θαλασσαίος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΑΙΟΣ
Transliteration A: thalassaîos Transliteration B: thalassaios Transliteration C: thalassaios Beta Code: qalassai=os

English (LSJ)

α, ον,
A = θαλάσσιος, δῖναι Simon.57.4, cf. Pi.P.2.50: θαλάσσειος, θεά Trag. or Com.Adesp. in PLit.Lond.84.16; dub. in Orib.14.62.1.
2 dyed purple, Tryph.345.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, δελφίς Pind. P. 2, 50; bei Thryphiod. 345 meerpurpurn.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσαῖος: морской (δελφίς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσαῖος: -α, -ον, = θαλάσσιος, Σιμων. 6, Πίνδ. Π. 2. 92· - ὡσαύτως θαλάσσειος, Ὀρειβάσ. 351 Ματθ.· θαλαττιαῖος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1166. 2) ἁλιπόρφυρος, Τρυφ. 345.

English (Slater)

θᾰλασσαῖος of the sea θαλασσαῖον δελφῖνα (P. 2.50)

Greek Monolingual

θαλασσαῖος, -α, -ον (Α)
θαλάσσιος («θαλασσαῖον... δελφῑνα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ-α + επίθημα -αιος (πρβλ. εδραίος, εχιδναίος)].

Greek Monotonic

θᾰλασσαῖος: -α, -ον, = θαλάσσιος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θᾰλασσαῖος, η, ον = θαλάσσιος, Pind.]