κατακεράννυμι

From LSJ
Revision as of 11:51, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακεράννῡμι Medium diacritics: κατακεράννυμι Low diacritics: κατακεράννυμι Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katakeránnymi Transliteration B: katakerannymi Transliteration C: katakerannymi Beta Code: katakera/nnumi

English (LSJ)

mix, temper, in Pass., Arist.Pr.949a38, Sor.1.53, Plu.2.132d:—Act., dilute, weaken, δριμύτητα Dsc.5.11; cf. κατακίρνημι:— also κατακεραννύω, Poll.10.149.

German (Pape)

[Seite 1352] (s. κεράννυμι), vermischen; Wein, Plut. de san. tu. p. 396, im part. praes. pass.; κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον Poll. 10, 149.

French (Bailly abrégé)

mélanger.
Étymologie: κατά, κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατακεράννυμι: (только part. praes. pass.) смешивать, разбавлять (οἶνος κατακεραννύμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατακεράννῡμι: (ἀνα)μιγνύω, οἶνον κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· ὡσαύτως -ύω, Πολυδ. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.

Greek Monolingual

κατακεράννυμι και κατακερανύω AM
αναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].