κοσμοφθόρος

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

ον, destroying the world, AP11.270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l'univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.

German (Pape)

die Welt vernichtend, weltzerstörend, βασιλεύς Byz. anath. 16 (XI.270).