μιμῳδός
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ὁ, singer of μῖμοι, Plu.Sull.2, Vett.Val.4.17.
German (Pape)
[Seite 188] Mimen singend, vortragend, Plut. Sull. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
acteur de mimes et chanteur tout à la fois.
Étymologie: μῖμος, ᾠδή.
Russian (Dvoretsky)
μῑμῳδός: ὁ мимод, мим-певец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μιμῳδός: ὁ, ὁ ᾄδων μίμους, Πλουτ. Σύλλ. 2.
Greek Monolingual
μιμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].
Greek Monotonic
μιμῳδός: ὁ, τραγουδιστής του δραματικού ποιητικού είδους μῖμοι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μιμ-ῳδός, οῦ, ὁ,
a singer of μῖμοι, Plut.