οἰναρίς
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ίδος, ἡ, vine-tendril or branch, = κλῆμα, Hp.Mul.2.206.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ὁ) :
bourgeon ou pampre de vigne.
Étymologie: οἴνη.
Russian (Dvoretsky)
οἰναρίς: ίδος (ῐδ) ἡ виноградный лист или усик.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνᾰρίς: -ίδος, ἡ, κλῆμα ἀμπέλου, κληματίς, Ἱππ. 673. 47.
Greek Monolingual
οἰναρίς, -ίδος, ἡ (Α) οίναρον
1. το κλήμα («οἰναρίδας
τὰ κλήματα τῶν ἀμπέλων», Ερωτιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰναρίς
κληματίς», κληματσίδα.