παρεγείρω

From LSJ
Revision as of 11:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγείρω Medium diacritics: παρεγείρω Low diacritics: παρεγείρω Capitals: ΠΑΡΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: paregeírō Transliteration B: paregeirō Transliteration C: paregeiro Beta Code: paregei/rw

English (LSJ)

raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.

German (Pape)

[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.

French (Bailly abrégé)

exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.

Greek Monotonic

παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to raise partly, Plut.