πισσίτης

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσίτης Medium diacritics: πισσίτης Low diacritics: πισσίτης Capitals: ΠΙΣΣΙΤΗΣ
Transliteration A: pissítēs Transliteration B: pissitēs Transliteration C: pissitis Beta Code: pissi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, flavoured with pitch, οἶνος Str.4.6.2, Dsc.5.38, Plu.2.676c.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, οἶνος, mit Pech angemachter, versetzter Wein, Plut. Symp. 5, 5, 1.

Russian (Dvoretsky)

πισσίτης: ου (σῑ) adj. m смолистый (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πισσίτης: [ῑ], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ πίσσης, οἶνος Διοσκ. 5. 48, Στράβ. 202.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σεληνίτης)].