πρόφορος

From LSJ
Revision as of 10:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφορος Medium diacritics: πρόφορος Low diacritics: πρόφορος Capitals: ΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: próphoros Transliteration B: prophoros Transliteration C: proforos Beta Code: pro/foros

English (LSJ)

ον, A put forward, προφόρῳ ποδί Il.Pers.6.2. II πρόφορος, , the fluid in which the foetus floats, discharged before parturition, forewaters, Arist.HA586a30.

German (Pape)

[Seite 798] ὁ, das Wasser zwischen der Leibesfrucht und den sie umgebenden Häuten, Arist. H. A. 7, 7, ὑγρότης ὑδατώδης καὶ ἰχωρώδης, ἢ αἱματώδης, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρόφορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se porte en avant, qui s'avance;
2 qui précède.
Étymologie: προφέρω.

Russian (Dvoretsky)

πρόφορος: II ὁ (sc. ἰχώρ) физиол. околоплодные воды Arst.
предшествующий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφορος: -ον, προηγούμενος, Ἀρκτῖνος παρὰ Διομήδ. 3. 5. ΙΙ. (ὑπονοουμένου τοῦ ἰχώρ), ὁ, τὸ ὑδατῶδες καὶ ἰχωρῶδες ὑγρὸν ἐν ᾧ τὸ ἔμβρυον ζῇ καὶ ὅπερ ἐκχύνεται πρὸ τοῦ τοκετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· πρβλ. ὕδρωψ Ι. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α προφέρω
1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον
2. το αρσ. ως ουσ.πρόφορος
το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.