ταριχοπώλης
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ου, ὁ, dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].
Greek Monotonic
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Middle Liddell
τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in salt fish, Plut., etc.