χρυσοτευχής
From LSJ
English (LSJ)
ές, with golden armour, Id.Rh.340.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
revêtu d'une armure d'or.
Étymologie: χρυσός, τεῦχος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοτευχής: в сияющих золотом доспехах (Ῥῆσος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτευχής: -ές, ὁ ἔχων χρυσᾶ τεύχη, χρυσῆν πανοπλίαν, Εὐρ. Ρῆσ. 340.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο-τευχής].
Greek Monotonic
χρῡσοτευχής: -ές (τεῦχος), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, χρυσή πανοπλία, σε Ευρ.
Middle Liddell
χρῡσο-τευχής, ές τεῦχος
with golden armour, Eur.