χυτλάζω

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτλάζω Medium diacritics: χυτλάζω Low diacritics: χυτλάζω Capitals: ΧΥΤΛΑΖΩ
Transliteration A: chytlázō Transliteration B: chytlazō Transliteration C: chytlazo Beta Code: xutla/zw

English (LSJ)

A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2.
2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.

German (Pape)

[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.

French (Bailly abrégé)

verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.

Russian (Dvoretsky)

χυτλάζω: досл. разливать, рассыпать, перен. растягивать: χ. ἑαυτὸν ἔν τινι Arph. растягиваться во весь рост на чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.

Greek Monolingual

Α χύτλον
1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό
2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χυτλάζω: μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χυτλάζω, fut. -άσω
to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.