ἀζηλία
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ἡ, simplicity of style, freedom from mannerisms, v.l. in Plu.Lyc.21.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de celo, indiferencia Pall.V.Chrys.9.235.
2 falta de agresividad, tolerancia δι' ἀφθονίας καὶ ἀζηλίας Clem.Al.Strom.2.18.87.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
simplicité.
Étymologie: ἄζηλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀζηλία: ἡ непритязательность, простота Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζηλία: ἡ, ἔλλειψις ζηλοτυπίας, Κλήμ. Ἀλ. 171. ΙΙ. ἁπλότης, Πλουτ. Λυκοῦρ. 21.
Greek Monotonic
ἀζηλία: ἡ, απουσία ζηλοτυπίας, επίσης απλότητα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
German (Pape)
ἡ, Eifersuchtslosigkeit, Plut. Lyc. 21.