ἀνάβλεμμα

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάβλεμμα Medium diacritics: ἀνάβλεμμα Low diacritics: ανάβλεμμα Capitals: ΑΝΑΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: anáblemma Transliteration B: anablemma Transliteration C: anavlemma Beta Code: a)na/blemma

English (LSJ)

-ατος, τό, looking up, of dogs, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mirada hacia arriba de perros, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das Aufblicken, Xen. Cyn. 4, 4, das Zurückblicken der Hunde auf ihre Herren.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάβλεμμα: ατος τό взглядывание наверх или назад (ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάβλεμμα: -ατος, τό, βλέπειν πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ τῶν κυνῶν, ὅταν στρέφωσι τὴν κεφαλήν των καὶ βλέπωσιν ἐπάνω πρὸς τὸν κύριόν των, Ξεν. Κυν. 4, 4, Πολυδ. 2. 56.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάβλεμμα)
κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω
νεοελλ.
απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω].