ἀντεξίσταμαι
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 Act., yield to an altack, retire from the contest, Plu.2.946d.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen austreten, vor etwas weichen, praes., Plut. pr. frig. 3.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀντεξέστην;
s'insurger contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξίσταμαι: восставать, оказывать сопротивление, по друг. отступать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξίσταμαι: μετ’ ἀορ. β΄ ἀντεξέστην, ὑποχωρῶ εἰς προσβολήν, Πλούτ. 2. 946 D.
Greek Monolingual
ἀντεξίσταμαι (Α)
υποχωρώ σε μια επίθεση.