ἀνορέγω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
hand up, of the elephant's use of his trunk, Arist.HA 497b28.
Spanish (DGE)
elevar, hacer subir, ἄνω Arist.HA 497b28.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορέγω: протягивать вверх, поднимать (ἄνω τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ ἐλέφαντος μεταχειριζομένου τὴν προβοσκίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
ἀνορέγω (Α) [[[ορέγω]] «εκτείνω, προτείνω»]
(για τους ελέφαντες) σηκώνω την προβοσκίδα προς τα επάνω.