ἀπερωεύς

From LSJ
Revision as of 15:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερωεύς Medium diacritics: ἀπερωεύς Low diacritics: απερωεύς Capitals: ΑΠΕΡΩΕΥΣ
Transliteration A: aperōeús Transliteration B: aperōeus Transliteration C: aperoeys Beta Code: a)perweu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, thwarter, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
entorpecedor, sofrenador c. gen. ἐμῶν μενέων Il.8.361.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, der Vereitler, Verhinderer, ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.

French (Bailly abrégé)

έως, épq. ῆος (ὁ) :
qui arrête.
Étymologie: ἀπερωέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερωεύς: έως, эп. ῆος ὁ разрушитель, помеха (μενέων τινός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερωεύς: έως, κωλυτής, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.

English (Autenrieth)

(ἀπερωέω): thwarter; μενέων, Il. 8.361†.

Greek Monolingual

ἀπερωεύς (-έως), ο (Α) απερωέω
αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει.

Greek Monotonic

ἀπερωεύς: -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει εμπόδιο σε κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀπερωέω
a thwarter, Il.