ἀρτίδακρυς
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
υ, ready to weep, E.Med.903, Luc.Lex.4.
Spanish (DGE)
-υ
• Prosodia: [-ῐ-]
que está a punto de llorar A.Fr.415b, ἀ. εἰμι καὶ φόβου πλέα E.Med.903, cf. Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 362] (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
qui vient de pleurer ou prêt à pleurer.
Étymologie: ἄρτι, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδακρυς: 2, gen. υος только что плакавший или готовый заплакать Eur., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίδακρυς: υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ ἀρίδακρυς (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monolingual
ἀρτίδακρυς, -υ (Α)
αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)].
Greek Monotonic
ἀρτίδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που μόλις δάκρυσε, έτοιμος να δακρύσει, σε Ευρ.