ἐπιτείχισις
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, building a fort on the enemy's frontier, Th.1.142; ἐ. Δεκελείας Id.6.93.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Anlegen von Befestigungen, Bollwerken gegen Jemanden, Thuc. 1, 142, Befestigung, Δεκελείας 6, 93.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se fortifier contre, fortification contre.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτείχῐσις: εως ἡ
1 возведение укреплений Thuc.;
2 снабжение фортификационными сооружениями, укрепление (Δεκελίας Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, ἡ οἰκοδόμησις φρουρίου ἐπὶ τῶν ἐχθρικῶν συνόρων, ἡ κατοχὴ αὐτῶν, Θουκ. 1. 142· ἐπ. Δεκελείας ὁ αὐτ. 6. 93.
Greek Monotonic
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, οικοδόμηση φρουρίου στα εχθρικά σύνορα, κατοχή συνόρων, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιτείχῐσις, εως [from ἐπιτειχίζω
the building a fort on the enemy's frontier, the occupation of it, Thuc.