ἑνιαῖος

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνιαῖος Medium diacritics: ἑνιαῖος Low diacritics: ενιαίος Capitals: ΕΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: heniaîos Transliteration B: heniaios Transliteration C: eniaios Beta Code: e(niai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἕν) single, unitary, λόγος Aristid.Quint.1.3; αἰτία Iamb.Myst.8.3; οὐσία ἑ. καὶ ἀμέριστος Procl.in Prm.p.564S., etc.: pl., ἑνιαῖα individual elements, Iamb.in Nic.p.81P.; concerned with unity, γνῶσις Dam.Pr.25bis. Adv. ἑνιαίως Ptol.Tetr.1, Iamb.Comm. Math. 10, Procl. in Prm.p.589S., Dam.Pr.1, etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 único, solo
a) τὴν ἐντόπιον γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν que escribió la historia del lugar en un solo libro D.L.7.35, λόγοι Iambl.Comm.Math.24, ἑνιαία πάντων αἰτία Iambl.Myst.8.3, οὐσία ἑνιαία καὶ ἀμέριστος Procl.in Prm.731;
b) unitario λόγος ἑ. Razón Unitaria otro n. dado al Demiurgo, Aristid.Quint.4.9, τῆς τρισσοφαοῦς ἑνιαίας Θεότητος Origenes M.17.204A, πᾶς ὁ θεῖος ἀριθμὸς ἑνιαῖός ἐστιν la totalidad de los dioses es unitaria Procl.Inst.113, ἑ. γνῶσις Dam.Pr.252 (p.65), cf. Simp.in Ph.638.15;
c) neutr. subst. τὸ ἑ. unidad ἀχώρητον γάρ ἐστι τῷ πλήθει τὸ ἑνιαῖον τοῦ θείου es incomprensible para los hombres la unidad de lo divino Dion.Ar.DN 4.12, cf. Didym.Trin.2.5.10.1, en plu. τὰ ἐνιαῖα elementos individuales o unidades que componen una cantidad, Iambl.in Nic.81.
2 adv. -ως de modo unitario τὸ ἅγιον δὲ πνεῦμα ἓν καὶ μόνον εἶναι γέγραπται, διά τε τὸ ἑ. ... ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ... πατρὸς ἐκπορευθῆναι Didym.Trin.2.5.2.18, (ψυχὴ) ... παροῦσα καὶ ἑ. αὐτῶν ὅλων μετέχουσα Iambl.Comm.Math.10, cf. Procl.in Prm.759, ἑ. τε καὶ ἡνωμένως καὶ πεπληθυσμένως de modo unitario, de modo unificado, y de modo plural ref. a los modos de concebir el todo, Dam.Pr.1 (I p.3).

German (Pape)

[Seite 844] einfach, D. L. 7, 35.

Russian (Dvoretsky)

ἑνιαῖος: один, единственный: γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν Diog. L. написавший историю в одной книге.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνιαῖος: -α, -ον, (ἓν) μόνος, μοναδικός, εἷς καὶ οὐχὶ ἄλλος, Διογ. Λ. 7. 35· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 543. - Ἐπίρρ. ἐνιαίως. Δίδ. Ἀλ. 492Α, Πρόκλ. Παρμ. 589 (192), 634 (44), κτλ., πρβλ. Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 62.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνιαῖον
μονάδα, ενότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑνιαία
άτομα, ατομικά στοιχεία.
επίρρ...
ενιαίως
κατά τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].