ἑλκηθμός
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ὁ, being carried off, violence suffered, σῆς τε βοῆς σοῦ θ' ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Il.6.465.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de llevarse por la fuerza y con violencia, arrastramiento, desgarramiento πρίν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ' ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι antes de conocer tus gritos y cómo fuiste arrastrada (a la cautividad) Il.6.465, ὑπέφερον ... τοὺς ἀπὸ τῶν θηρίων ἑλκηθμούς ref. los mártires, Eus.HE 5.1.38, cf. Zonar., ἑ.· ὁ βίαιος τῶν γυναικῶν ἑλκυσμός Eust.655.40.
2 sin violencia arrastre, fig. atracción ὁ ἑ. τοῦ ὄντος Gr.Nyss.Eun.3.8.63, cf. 64.
German (Pape)
[Seite 798] ὁ, das Gefangengeschleppt-, Gemißhandeltwerden, Il. 6, 465; das Ziehen, Schleppen, K. S.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'être entraîné, rapt.
Étymologie: ἑλκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκηθμός: ὁ насильственный увод, пленение Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκηθμός: ό, ἑλκυσμός, ἀπαγωγή, ἀνδραποδισμός, αἰχμαλωσία, πρὶν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ’ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Ἰλ. Ζ. 465.
English (Autenrieth)
(ἑλκέω): dragging away into captivity, Il. 6.465†.
Greek Monolingual
ἑλκηθμός, ο (Α)
βίαιο τράβηγμα για απαγωγή ή αιχμαλωσία.
Greek Monotonic
ἑλκηθμός: ὁ (ἑλκέω), απαγωγή, ανδραποδισμός, αιχμαλωσία, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἑλκηθμός, ὁ, ἑλκέω
a being carried off, violence suffered, Il.