ἤγανον
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
τό, Ion. for τήγανον, Anacr.26.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, ion. = τήγανον, Ath. VI, 229 b, mit einem Beispiele aus Anacr.
Russian (Dvoretsky)
ἤγᾰνον: τό Anacr. = τάγηνον.
Greek (Liddell-Scott)
ἤγᾰνον: τό, Ἰων. ἀντὶ τήγανον, Ἀνακρ. 25.
Greek Monolingual
ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: frying-pan, sauce-pan (Anacr. 26).
Derivatives: From it ἠγάνεα πέμματα τὰ ἀπὸ τηγάνου H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through false word-division from τήγανον (conceived as τ' ήγανον). Schwyzer 413 after Solmsen Unt. 46 w. n. 1. - Wrong Winter Prothet. Vokal 28.
Frisk Etymology German
ἤγανον: {ḗganon}
Grammar: n.
Meaning: Bratpfanne (Anakr. 26).
Derivative: Davon ἠγάνεα· πέμματα τὰ ἀπὸ τηγάνου H.
Etymology : Durch falsche Worttrennung aus τήγανον (als τ’ ήγανον aufgefaßt) entstanden. Schwyzer 413 nach Solmsen Unt. 46 m. A. 1. — Verfehlt Winter Prothet. Vokal 28.
Page 1,621