ἰσοζυγής

From LSJ
Revision as of 13:08, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοζῠγής Medium diacritics: ἰσοζυγής Low diacritics: ισοζυγής Capitals: ΙΣΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: isozygḗs Transliteration B: isozygēs Transliteration C: isozygis Beta Code: i)sozugh/s

English (LSJ)

ές, evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονοζυγής, νεοζυγής].

Greek Monotonic

ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰσο-ζῠγής, ές ζυγόν
evenly balanced: equal, Anth.