ὑπομείων

From LSJ
Revision as of 21:25, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομείων Medium diacritics: ὑπομείων Low diacritics: υπομείων Capitals: ΥΠΟΜΕΙΩΝ
Transliteration A: hypomeíōn Transliteration B: hypomeiōn Transliteration C: ypomeion Beta Code: u(pomei/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, inferior:—ὑπομείονες, among the Spartans, were citizens of inferior right, opp. ὅμοιοι, X.HG3.3.6; in an army, οἱ ὑ. the subaltern officers, D.C.38.35.

German (Pape)

[Seite 1225] gen. ονος, etwas weniger od. geringer. – Bei den Spartanern waren die ὑπομείονες eine untergeordnete Klasse von Staatsbürgern, Xen. Hell. 3, 3,6, neben εἵλωτες u. νεοδαμώδεις genannt, im Ggstz zu den ὅμοιοι. – Bei Kriegsheeren die untern Angestellten, die Subalternen, D. Cass. 42, 51.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de condition inférieure;
subst. οἱ ὑπομείονες;
1 les citoyens de la dernière classe, à Sparte;
2 officiers subalternes, sous-officiers.
Étymologie: ὑπό, μείων.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομείων: 2, gen. ονος несколько меньший, низший: οἱ ὑπομείονες Xen. (в Спарте) граждане второй категории (после спартиатов).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομείων: -ον, γεν. -ονος, ὀλίγον τι μείων· - ὑπομείονες παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ἦσαν πολῑται δευτέρας τάξεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ὁμοίους, 3. 3, 6, πρβλ. Müller Dor. 3. 5, 7· ἐν στρατεύματι, οἱ ὑπ. = ὑπαξιωματικοί, οἱ ὑπὸ ἑτέρους ἢ κατώτεροι ἀξιωματικοί, Δίων Κάσσ. 38. 35.

Greek Monolingual

-εῖον, Α
1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογία
β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].

Greek Monotonic

ὑπομείων: -ον, γεν. -ονος, κάπως λιγότερος· ὑπομείονες, υποδεέστεροι, κατώτεροι πολίτες, αντίθ. προς το ὅμοιοι, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-μείων, ονος,
somewhat less:— ὑπομείονες, subordinate citizens, opp. to ὅμοιοι, Xen.