ἐπίπαγος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπᾰγος Medium diacritics: ἐπίπαγος Low diacritics: επίπαγος Capitals: ΕΠΙΠΑΓΟΣ
Transliteration A: epípagos Transliteration B: epipagos Transliteration C: epipagos Beta Code: e)pi/pagos

English (LSJ)

ὁ, (ἐπιπήγνυμι) congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς II, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d'un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπᾰγος:пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῖς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).