βρυώνη
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ, = ἄμπελος μέλαινα, Nic. Th. 939.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. nueza negra, Tamus communis Nic.Th.939, Anecd.Ludw.197.19.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.
Greek (Liddell-Scott)
βρυώνη: ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.