ἀπόλεμμα
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀπολέπω) skin, D.C.68.32.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.
German (Pape)
[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.