καταχαλκόω

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9. II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατάχαλκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χαλκόω met brons beslaan.

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).

Greek Monotonic

καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.

Middle Liddell

fut. ώσω
to cover with brass, Hdt.

German (Pape)

vererzen, mit Erz od. Kupfer bedecken; καταχάλκου τὰ κέρεα Her. 6.50; τὸν τόπον κατεχάλκωσαν θυρίσι, sie versahen, verschlossen den Ort mit ehernen Türen, Heraclid. bei Ath. XII.521f, v.l. κατεχάλκευσαν. Vgl. DS. 12.70.