ἐπιδαψιλεύω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
intr.,
A abound, be abundant, Ister 43, Hsch. s.v. Συβαριτικοὶ λόγοι: but more commonly,
II. Med., ἐπιδαψιλεύομαι = lavish upon a person, bestow freely, τὰς ἑωυτῶν μητέρας καὶ τὰς ἀδελφεὰς ὑμῖν Hdt. 5.20, cf. Ph.1.400; [τὰν δαπάναν] Supp.Epigr.1.327.7 (Callatis, i A.D.); ἐ. τινί τοῦ γέλωτος give him freely of it, X.Cyr.2.2.15: metaph., illustrate more richly, Luc.DMort.30.2.
2. intr., to be lavish, Arist VV1250b25, Ph.2.170; ἔν τινι D.H.Rh.6.2, Luc.Pr.Im.14.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδαψιλεύω)
χορηγώ πλουσιοπάροχα
αρχ.
1. υπάρχω σε αφθονία
2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι
διασαφώ, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].