Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίναιον

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίναιον Medium diacritics: περίναιον Low diacritics: περίναιον Capitals: ΠΕΡΙΝΑΙΟΝ
Transliteration A: perínaion Transliteration B: perinaion Transliteration C: perinaion Beta Code: peri/naion

English (LSJ)

περίναιος, v. περίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

περίναιον: περίναιος, ἲδε ἐν λ. περίνεον, -νεος.

Greek Monolingual

περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῦ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].

Translations

perineum

Afrikaans: perineum; Albanian: perineum, nënvete; Arabic: عِجَان‎; Armenian: շեք; Azerbaijani: aralıq; Bengali: পেরিনিয়াম; Breton: perine, perineum; Bulgarian: перинеум; Catalan: perineu; Chinese Cantonese: 會陰, 会阴; Mandarin: 會陰, 会阴; Czech: hráz; Danish: mellemkød; Dutch: perineum, bilnaad; Esperanto: perineo; Estonian: lahkliha; Finnish: väliliha; French: périnée; Galician: períneo; German: Perineum, Damm; Alemannic German: Griggele; Greek: περίνεο; Ancient Greek: ἀφεδρών, κοχώνη, περίναιον, περίναιος, περίνεον, περίνεος, πλιχάς, τράμις, ταῦρος, ὑποταύριον, ὑπόταυρος; Hebrew: חֵיץ הַנְּקָבַיִים‎; Hindi: मूलाधार; Hungarian: gát, perineum; Icelandic: spöng; Ido: perineo; Irish: gibidinic; Italian: perineo; Japanese: 会陰; Korean: 회음부(會陰部), 회음(會陰); Latin: perineum; Latvian: starpene; Lithuanian: tarpvietė; Low German: Damm, Perineum; Maori: huinga; Northern Sami: cahcaoažži; Norwegian: perineum; Bokmål: mellomkjøtt; Persian: میاندوراه‎, عجان‎, پرینه‎; Polish: krocze; Portuguese: períneo; Romanian: perineu; Russian: промежность; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐђица; Roman: mèđica; Slovak: hrádza; Slovene: presrédek; Spanish: periné, perineo; Swahili: msamba; Swedish: mellangård, perineum, bäckenbotten; Tagalog: kulampang; Turkish: perine, apış arası; Ukrainian: промежина; Vietnamese: hội âm; Welsh: perinewm, perinëwm, gwerddyr