λᾶς
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
v. λᾶας, Hsch.; v. λαστρυγυλίας.
French (Bailly abrégé)
v. λᾶας.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ λᾶας, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, πέτρα, Αττ. συνηρ. αντί λᾶας.
Mantoulidis Etymological
ὁ (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας), λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπό τό λᾶας παράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος), λατόμος.
German (Pape)
ὁ, att. zusammengezogen aus λᾶας.