κρόμυον

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόμῠον Medium diacritics: κρόμυον Low diacritics: κρόμυον Capitals: ΚΡΟΜΥΟΝ
Transliteration A: krómyon Transliteration B: kromyon Transliteration C: kromyon Beta Code: kro/muon

English (LSJ)

v. κρόμμυον.

French (Bailly abrégé)

poét. c. κρόμμυον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.

German (Pape)

τό, Hom., sonst κρόμμυον, die Zwiebel, Il. 11.630, Od. 19.233; κρόμμυα καὶ σκόροδα Her. 4.17 und öfter bei Ar.; κρομμύων ὄζειν Xen. Symp. 4.7; τὰ κρ., der Zwiebelmarkt, Eupol. bei Poll. 9.47. – Weil die Zwiebel die Augen heißt und zu Tränen bringt, sagt Bias bei DL. 1.83 κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν für »weinen«.

Russian (Dvoretsky)

κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.

English (Autenrieth)

onion.

Greek Monotonic

κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.

Middle Liddell

κρόμυον, ου, τό,
an onion, Hom.:—later κρόμμυον, Hdt., Ar.