κρόμυον
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
v. κρόμμυον.
French (Bailly abrégé)
poét. c. κρόμμυον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.
German (Pape)
τό, Hom., sonst κρόμμυον, die Zwiebel, Il. 11.630, Od. 19.233; κρόμμυα καὶ σκόροδα Her. 4.17 und öfter bei Ar.; κρομμύων ὄζειν Xen. Symp. 4.7; τὰ κρ., der Zwiebelmarkt, Eupol. bei Poll. 9.47. – Weil die Zwiebel die Augen heißt und zu Tränen bringt, sagt Bias bei DL. 1.83 κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν für »weinen«.
Russian (Dvoretsky)
κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.