ἁλιμυρής
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές, = ἁλιμυρήεις (flowing into the sea), Orph.A. 344. 2 salt-surging, πόντος Epigr.Gr.256 (Cyprus); of the flowing sea, ἀφρός APl.4.180 (Democr.). II = ἁλίκλυστος, πέτρη, αἰγιαλοί, A. R. 1.913, Phanocl.1.17.
Spanish (DGE)
(ἁλῐμῡρής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bañado por el oleaje πέτρη A.R.1.913, αἰγιαλοί Phanocl.1.17.
2 ondeante, undísono πόντος Test.Salaminia 191.5 (II a.C.).
3 propio del mar, marino ἀφρός AP 16.180 (Democr.).
4 que fluye hacia el mar ῥεῖθρον Orph.A.344.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 ruisselant ou inondé d'eau de mer en parl. des fleuves à la ligne de leur embouchure;
2 qui mouille d'eau de mer (écume);
3 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, μύρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῐμῡρής: -ές, = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ἀργ. 346, κτλ. ΙΙ. = ἅλιος (Α), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 913, Φανοκλ. 1.17, Ἀνθ. Πλαν. 180.
Greek Monotonic
ἁλῐμῡρής: -ές (ἅλς, μύρω), αυτός που ρέει στη θάλασσα, λέγεται για την ίδια τη θάλασσα, σε Ανθ.
Middle Liddell
[ἅλς, μύρω
sea-flowing, of the sea, Anth.
German (Pape)
[ῡ], ές, = ἁλιμυρήεις, Orph. Arg. 346 und öfter; βένθη 67, δῖναι 740; ἀφρός Democr. (Plan. 180). – Phanocl. αἰγιαλοί, Meergestade; Ap.Rh. 1.913 Opp. Hal. 2.258 πέτρη, meerumflossen.