διόβολος

From LSJ
Revision as of 13:12, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόβολος Medium diacritics: διόβολος Low diacritics: διόβολος Capitals: ΔΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: dióbolos Transliteration B: diobolos Transliteration C: diovolos Beta Code: dio/bolos

English (LSJ)

ον, = διόβλητος 1, of the thunderbolt, κτύπος S. OC 1464 (lyr.), E. Alc. 128 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.

Greek Monolingual

διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].

Russian (Dvoretsky)

διόβολος: брошенный Зевсом (πλᾶκτρον πυρὸς κεραυνίου Eur.): κτύπος δ. Soph. гром, ниспосланный Зевсом.

German (Pape)

vom Zeus, d.i. vom Blitze getroffen; κτύπος, Donner, Soph. O.C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 128.