ἀνηνεμία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ, = νηνεμία, AP9.544 (Adaeus); noted as an archaic form by Luc.Pseudol.29.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
calma, falta de viento del mar AP 9.544 (Adaeus), Luc.Pseudol.29.
German (Pape)
ἡ, die Windstille, Add. 6 (IX.544). Bei Luc. Pseudol. 29 ist das Wort getadelt.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηνεμία: ἡ безветрие Anth., Luc. - см. тж. νηνεμία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηνεμία: ἡ, = νηνεμία Ἀνθ. Π. 9. 544· σημειοῦται δὲ ὡς ἀρχαϊκὸς τύπος ὑπὸ Λουκ. Ψευδολογιστ. 29.
Greek Monolingual
ἀνηνεμία, η (Α)
νηνεμία, έλλειψη ανέμου.
Greek Monotonic
ἀνηνεμία: ἡ = νηνεμία, σε Ανθ.
Middle Liddell
[from ἀνην/νεμος, = νηνεμία