περιρραγής

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρᾰγής Medium diacritics: περιρραγής Low diacritics: περιρραγής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: perirragḗs Transliteration B: perirragēs Transliteration C: perirragis Beta Code: perirragh/s

English (LSJ)

ές, torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

περιρρᾰγής: разбитый, сломанный на куски (ποταμοῦ τρύφος, т. е. πάγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].

Greek Monotonic

περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.

Middle Liddell

περιρ-ρᾰγής, ές
torn or broken all round, Anth.

German (Pape)

ές (s. ῥήγνυμι), ringsherum oder umher zerrissen, zerbrochen, Sp.