χαμαίστρωτος

From LSJ
Revision as of 16:55, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίστρωτος Medium diacritics: χαμαίστρωτος Low diacritics: χαμαίστρωτος Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: chamaístrōtos Transliteration B: chamaistrōtos Transliteration C: chamaistrotos Beta Code: xamai/strwtos

English (LSJ)

ον, strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύστρωτος, πορφυρόστρωτος].

German (Pape)

auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI.460b.