διαβαδίζω
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι, later A -ιῶ Luc.Dem.Enc.1, -βαδίσω D.C. 37.53:—go across, Th.6.101, Gal.6.185. 2 walk to and fro, App.BC1.25, Luc. l.c.: in pres. Med., Them.Or.21.253a.
Spanish (DGE)
1 transitar, pasar ἐπ' αὐτῶν διαβαδίσαντες pasando sobre ellos (tablones sobre una zona pantanosa), Th.6.101, κατὰ τὴν ὁδόν Hecat.Abd.21.202, cf. D.C.37.53.2.
2 pasear ἄχρι τῆς δεξαμενῆς Gal.6.185, cf. Luc.Dem.Enc.1, App.BC 1.25, Ach.Tat.1.16.1
•c. ac. int. διεβαδίζομεν τοὺς ὀρχάτους paseábamos por los jardines Ach.Tat.5.17.3
•en v. med. mismo sent. ἐν ἀγορᾷ Them.Or.21.253a.
French (Bailly abrégé)
1 aller à travers, traverser;
2 aller et venir, parcourir en allant et venant.
Étymologie: διά, βαδίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαβᾰδίζω:
1 переходить (ἐπὶ ξύλων διαβαδίσαντες Thuc.);
2 выходить на прогулку (οἴκοθεν διαβαδιῶν - v.l. διαβαδίσων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰδίζω: μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ·-διαβαίνω εἰς τὸ πέραν, «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) βαδίζω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. οὕτως ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.
Greek Monolingual
διαβαδίζω (Α)
1. περνώ
2. βαδίζω όχι κατ' ευθείαν, αλλά εδώ κι εκεί.
Greek Monotonic
διαβᾰδίζω: μέλ. -ιοῦμαι,
1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ.
2. βαδίζω εδώ και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -ιοῦμαι
1. to go across, Thuc.
2. to walk to and fro, Luc.