εὑρεσιλογία

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρεσιλογία Medium diacritics: εὑρεσιλογία Low diacritics: ευρεσιλογία Capitals: ΕΥΡΕΣΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: heuresilogía Transliteration B: heuresilogia Transliteration C: evresilogia Beta Code: eu(resilogi/a

English (LSJ)

v. εὑρησιλογία.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

εὑρεσῐλογία:
1 бойкость речи, словесная изворотливость Polyb., Diod.;
2 хитросплетение, игра словами Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότηςἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.

Greek Monolingual

εὐρεσιλογία, ἡ (Α)
βλ. ευρησιλογία.