κτίστωρ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Pi.Fr.105; Ἀσιάδος χθονός E.Ion 74; ὁ τῆς στοᾶς κ., of Zeno, Ath.9.370c; ἀγαθῶν… εὑρετὴν καὶ κτίστορα Diph.(?)138.
German (Pape)
[Seite 1520] ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χθονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.
Russian (Dvoretsky)
κτίστωρ: ορος ὁ
1 основатель: κ. Αἴτνας Pind. основатель Этны (впосл. Катаны), т. е. Гиерон Старший;
2 колонизатор, поселенец (Ἀσιάδος χθονός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κτίστωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Πινδ. Ἀποσπ. 71· Ἀσιάδος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 74· ὁ τῆς στοᾶς κτ., ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Ἀθήν. 370C· ἀγαθῶν... εὑρετὴν καὶ κτίστορα Δίφιλ. (;) ἐν Ἀδήλ. 52.
English (Slater)
κτίστωρ founder κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3.
Greek Monolingual
κτίστωρ, -ορος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής.
Greek Monotonic
κτίστωρ: -ορος, ὁ = κτίστης, σε Ευρ.
Middle Liddell
κτίστωρ, ορος, = κτίστης, Eur.]