ἐκνίζω
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c:—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7; τὸ θνητόν Plu.2.499c. b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.). II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74: metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3:—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.
Spanish (DGE)
I en v. act.
1 purificar actos criminales, c. ac. de la culpa y a veces dat. instrum. οὐκ ἄν ποτέ τις αὐτὰ (ἀνίατα) ἐκνίψειεν Pl.Ep.352c, τὰς ... κηλῖδας Hipparch.Pyth.Hell.91.8, τὰ μιάσματα Ph.2.265 (p.68), τὸν ῥύπον τῶν ἁμαρτημάτων Ast.Am.Hom.7.6.2, φόνον AB 360.28, φόνον φόνῳ μυσαρὸν ἐκνίψω purificaré un crimen con otro E.IT 1224, c. ac. del culpable y gen. de la culpa μύσους ... ἐκνίψαι ... τὴν πόλιν Lib.Decl.50.46, c. ac. y dat. instrum. ἦλθεν ὁ ἐκνίπτων ἡμᾶς τῷ ἰδίῳ ὕδατι τῷ ζῶντι Gr.Nyss.Beat.81.4, en v. pas. ἐκνενιμμένους εἶναι χρὴ τοὺς εἰλικρινῶς λατρεύοντας τῷ θεῷ Cyr.Al.Luc.1.148.4.
2 gener. limpiar totalmente, lavar a fondo, eliminar del todo c. ac. de lo eliminado (τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν) ὡς ἔριον λευκὸν ἐκνίψας ποιήσω Clem.Al.QDS 39.4, en v. pas., de un recipiente ἐκνενιμμένη bien limpio Eub.56.5
•medic. purgar, evacuar, liberar c. ac. de lo eliminado τὰ ἔτι παρακείμενα ἐν τῷ στομάχῳ Dsc.Alex.1, τὴν πικρότητα Gal.11.636, c. dat. instrum. οὓς (χυμούς) ἐὰν ἐκνίψῃς ἑψήσεσι πλείοσι Gal.6.770, en v. pas. τοῦ ... χολώδους συνεκκριθέντος τῷ ὕδατι ἐκνιφθεὶς ... ὁ στόμαχος Philum. en Aët.9.3, c. ac. de la pers., anim. o cosa purgada ἐκνίψας οὖν (τὸ σῶμα) κονίᾳ Hippiatr.69.5
•derrubiar en v. pas. τόποι ἐκνεν[ι] μμένοι ἀ[ν] αβολῆ[ς] ... δεόμενοι zonas de un dique que han sufrido derrubio y requieren el dragado de la tierra caída en el canal de irrigación POxy.1469.6 (III d.C.)
•fig. aclarar, despejar τὴν αἴσθησιν Aret.CA 2.3.18
•limpiar de maldad οὔποτε γὰρ σὴν ψυχὴν ἐκνίψει σῶμα διαινόμενον AP 14.74.
II en v. med.
1 purificarse de c. ac. οὕτω γὰρ ἐκνιψαμένη (ἡ ψυχή) τὰ καταρρυπαίνοντα Ph.1.597, τὰς ... κηλῖδας Ph.1.633, cf. 2.242, φόνου δὲ ἄγος Paus.3.17.7, τὰ ἐκεῖ (μιάσματα) Lib.Decl.13.20, c. dat. instrum. ὅτ' ἂν ἐκνίψησθε μύσος θείοισι καθαρμοῖς Orph.A.1232, c. gen. κἂν ἐκνίψηται τοῦ φόνου Philostr.VA 6.5, σαρκὸς ἐκνενιμμένοι Gr.Naz.M.37.1178A.
2 gener. librarse de una lacra o acto vergonzoso, liberarse totalmente οὐδέποτ' ἐκνίψει σὺ τἀκεῖ πεπραγμένα σαυτῷ jamás te librarás de las cosas que hiciste allí D.18.140, τὰ μὲν (ἔθη τὰ γυναικῶν) ἐκνίψασθαι Ph.1.365, ταύταν (κακὰν φάμαν) νῦν ἔκνιψαι Plu.2.241a, τὸ θνητόν Plu.2.499c, τὰ πάθη Olymp.in Grg.38.1, 39.6
•fig. desprenderse totalmente de στεφάνους, ἐξ ὧν ὁ περιθέμενος οὐδέποτε μὴ τὸν ἰὸν ἐκνίψηται ref. a la envidia que lleva consigo cualquier honor, Plb.20.12.6.
French (Bailly abrégé)
ἐκνίπτω: f. ἐκνίψω;
laver ; fig. laver (une souillure), racheter ou expier (un crime);
Moy. ἐκνίπτομαι = se laver, se purifier.
Étymologie: ἐκ, νίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκνίζω: и ἐκνίπτω (fut. ἐκνίψω)
1 омывать, очищать (ψυχήν Anth.);
2 смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
Greek Monolingual
ἐκνίζω (Α)
1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.)
2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου
3. καθαρίζω, εξαγνίζω
4. κάνω κάτι διαυγές.
Greek Monotonic
ἐκνίζω: μέλ. ἐκνίψω (προερχόμενο από το ἐκνίπτω)·
I. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ.
II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -νίψω [fut. -νίψω formed from -νίπτω
I. to wash out, purge away, Eur.:—Mid. to wash off from oneself, Lat. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα Dem.
II. to wash clean, purify, Anth.