καυστός
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
or καυτός (as Inscrr.), ή, όν, A burnt, red-hot, καυτὸν μοχλόν E.Cyc.633 (Scal.for καὶ τὸν): καυστόν, τό, burnt-offering for the dead, Phot.; so καυτόν Hsch.; whole burnt-offering, ἄγοντι τὸμ βοῦν καὶ τὸγ καυτόν SIG1025.31 (Cos); ἀρὴν καυτός ib.1027.9 (ibid.). 2 capable of being burnt, opp. ἄκαυστος, Arist.Mete.387a17, al.; cf. καυστικός: Comp. -ότερος Thphr.Ign.72.
German (Pape)
[Seite 1408] adj. verb. zu καίω, verbrannt, angebrannt; μοχλός Eur. Cycl. 629; brennbar, Arist. part. anim. 2, 2. Vgl. καυστικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 combustible;
2 brûlant, chauffé au rouge.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ καυστός, -ή, -όν)
βλ. καυτός.
Greek Monotonic
καυστός: ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καυστός: Eur. καυτός 3
1 нагретый, раскаленный (μοχλός Eur.);
2 воспламеняющийся, горючий Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυ(σ)τός -ή -όν [κάω] gloeiend.