ὁμόχρους
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-ουν, contr. for ὁμόχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 de couleur uniforme;
2 de la même couleur;
3 d'une surface égale, unie.
Étymologie: ὁμός, χρόα.
German (Pape)
= ὁμόχροος.